Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου
“Μείνετε σπίτι! Μην απαντάτε στις προβοκάτσιες. Ακόμα και η σιωπή, ακόμα και η δειλία, είναι μερικές φορές ηρωικές”.
Είναι
Μάρτιος του 1921 και τον λόγο έχει ο βουλευτής του Ιταλικού
Σοσιαλιστικού Κόμματος Τζιάκομο Ματεότι. Ο Ματεότι ανήκει στη δεξιά
πτέρυγα του κόμματος, αυτή που μετά τη διάσπασή του, το 1922, θα
ακολουθήσει εκτός ΙΣΚ τον Τουράτι· ο ίδιος, ωστόσο, είναι από τους πιο
φανατικούς πολέμιους των φασιστών – και γι΄ αυτό το 1924, μετά δηλαδή
την έκδοση ενός βιβλίου του εναντίον τους, ο Ματεότι θα δολοφονηθεί από
την προσωπική φρουρά του Μουσολίνι.
Στον αντίποδα, ο Αμαντέο
Μπορντίγκα, πρωτεργάτης του “αριστερίστικου παιδισμού” που εκείνη την
περίοδο χαρακτηρίζει τον ιταλικό κομμουνισμό, σημειώνει: “Η άποψη ότι
ο φασισμός και η σοσιαλδημοκρατία ακολουθούν σήμερα συγκλίνοντες
δρόμους μπορεί να φαίνεται παράδοξη σε πολλούς, αλλά θα επαληθευτεί στο
μέλλον. Ο φασισμός και η σοσιαλδημοκρατία είναι τα δυο πρόσωπα του ίδιου
αυριανού εχθρού”.
Η αφλογιστία της ιταλικής Αριστεράς
Τα
δύο αυτά στιγμιότυπα αποτυπώνουν τη σύγχυση ολόκληρης της ιταλικής
Αριστεράς μπροστά στην άνοδο των Μελανοχιτώνων του Μουσολίνι. Ο όρος
“σύγχυση” δε, είναι μάλλον φτωχός για να περιγραφεί ένα συνεχές, από την
υποτίμηση του φασιστικού κινδύνου ως την επαναστατική φλυαρία και τη
διαρκή στάση αναμονής του ΙΣΚ (ήδη από την “Κόκκινη Διετία” 1919-20),
και από τον εγκληματικό απομονωτισμό του Μπορντίγκα (“communisti duri e
puri”), μέχρι τη γενική τάση ο φασισμός να θεωρείται επιθανάτιος ρόγχος
του καπιταλισμού - ένα είδος επιτάχυνσης της ιστορίας.
Το 1921
λοιπόν, εν μέσω μιας ταχύτατης διαδικασίας εκφασισμού, η “σύγχυση” αυτή
θα φτάσει στο απόγειό της: αφ΄ ενός με τη σύναψη του “Συμφώνου Ειρήνης”
ανάμεσα στο Μουσολίνι και τους βουλευτές του Ιταλικού Σοσιαλιστικού
Κόμματος και, αφ΄ ετέρου, με την αποκύρυξη, από τις ηγεσίες των
Σοσιαλιστών και των Κομμουνιστών, των Λαϊκών Ομάδων Κρούσης, των Arditi del Popolo, που είχαν συγκροτηθεί τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, και έφτασαν να αριθμούν περί τα 20.000 μέλη σε όλη τη χώρα.
Το
1921, ωστόσο, το κίνημα του Μουσολίνι (που θα συγκροτηθεί σε κόμμα
μόλις το Νοέμβριο, 11 μήνες πριν καταλάβει την εξουσία) έχει δώσει ήδη
επαρκή δείγματα γραφής. Με βάση τα δικά τους στοιχεία, ανάμεσα στον
Ιανουάριο και τον Ιούνιο του ίδιου έτους, οι φασίστες θα καταστρέψουν 17
τυπογραφικές εγκαταστάσεις, 59 Σπίτια του Λαού, 119 Εργατικά Κέντρα,
107 Συνεταιρισμούς, 83 Σωματεία εργατών γης και 141 γραφεία του Ιταλικού
Σοσιαλιστικού Κόμματος. Τη χρονιά αυτή δε, θα ιδρύσουν επίσης 834
τοπικές Ενώσεις (fasci) με 249.000 μέλη σε ολόκληρη τη χώρα, χώρια τους
στρατολογημένους -εργάτες και χωρικούς- στα “Εθνικά Συνδικάτα” [1].
Η
οργανωτική ισχύς των φασιστών είναι βέβαια σημαντική, και μάλιστα για
ένα κίνημα που έχει ιδρυθεί μόλις το Μάρτιο του 1919 στο Μιλάνο ...από
118 άτομα· ακόμα και έτσι όμως, βρισκόμαστε ακόμα στην εποχή που το ΙΣΚ
και τα φιλικά του συνδικάτα αριθμούν περισσότερα από ένα εκατομμύριο
μέλη. Το πρόβλημα με τους φασίστες, λοιπόν, δεν είναι ακριβώς
οργανωτικό. “Τα μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος”, γράφει ο Πουλαντζάς, “είχαν
συνηθίσει στα εκλογικά τους τσιφλίκια κι είχαν καλοβολευτεί με τις
δημοτικές και επίσημες τοπικές εξουσίες. Κι ενώ δεν κουνούν το δαχτυλάκι
τους για την επανάσταση που περιμένουν, κι ενώ αρνούνται κάθε
συνεργασία με τις ΄κεντρικές αρχές΄ του κράτους, θεωρούν, ωστόσο, ότι η
κατάληψη της εξουσίας θα πραγματοποιηθεί με την προοδευτική κατάκητηση
΄αυτόνομων΄ εξουσιών στους νομούς, τους δήμους και τις κοινότητες” [2].
Ποιοι ήταν οι ADP
Στη συγκυρία αυτή λοιπόν, στις 20 Ιουνίου του 1921, συγκροτούνται οι πρώτες ομάδες των Arditi del Popolo
(ADP). Η αρχή θα γίνει στη Ρώμη, με μια συγκέντρωση 100 ατόμων, ενώ
σύντομα θα ακολουθήσουν η Κρεμόνα, το Λιβόρνο, η Πάρμα και η Πίζα.
Κατά κυριολοξία, ardito
στα ιταλικά σημαίνει τολμηρός. Στην ιστορία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου,
οι Arditi ήταν επίλεκτα σώματα που αριθμούσαν περί τους 40.000 άνδρες.
Μεταπολεμικά δε, η πρώτη ένωση Arditi (AFAI) ήταν εθνικιστική, και τα
περίπου 1000 μέλη της βρίσκονταν υπό την επιρροή της Il Popolo d΄ Italia,
της εφημερίδας του Μουσολίνι. Κορμός των ADP, ωστόσο, θα είναι διάφορα
παραρτήματα του Προλεταριακού Συνδέσμου, της οργάνωσης βετεράνων του Α΄
Παγκοσμίου Πολέμου που είχε συστήσει το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα,
προκειμένου να στρέψει τους δυσαρεστημένους στρατιώτες προς τα αριστερά
και να τους απομακρύνει από την επιρροή του εθνικισμού [3].
Κεντρικό
ρόλο στην ίδρυση των ΑDP στη Ρώμη θα παίξει το -αδρανές- παράρτημα μιας
άλλης ομαδοποίησης, της Εθνικής Ένωσης Arditi (ANAI), που είχε
δημιουργηθεί για να αντικρούσει τις επιθέσεις των φασιστικών ομάδων.
Ηγετική μορφή εδώ, ο υπολοχαγός Άργκο Σεκοντάρι, που στην ιδρυτική
συγκέντρωση του κινήματος, στην ιταλική πρωτεύουσα, θα θέσει τους
προγραμματικούς του στόχους: πάλη ενάντια στο φασισμό, προστασία
κομμάτων, γραφείων και τοπικών οργανώσεων της εργατικής τάξης ενάντια
στη βία του εχθρού.
Με βάση τους στόχους αυτούς, και μέχρι τη
διάλυση της οργάνωσης, το 1923, τις τάξεις των ADP θα στελεχώσουν
αναρχικοί, μέλη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, βουλευτές και ηγετικά
στελέχη του ΙΣΚ, κομμουνιστές που αγνοούν τις απαγορεύσεις του ΙΚΚ,
ακόμα και αιρετοί του καθολικού Λαϊκού Κόμματος ή άνθρωποι που
επηρεάζονταν από τις ιδέες του εθνικιστή Γκαμπριέλε ντ΄ Ανούντσιο. Στις
25 Ιουλίου του 1921, στο συνέδριο των ADP στη Ρώμη, ο Άργκο Σεκοντάρι θα
επιμείνει ότι η ετερογένεια αυτή δεν πρέπει να αφήσει χώρο για
πολιτικές φράξιες, αν η οργάνωση θέλει να είναι αποτελεσματική.
Η δράση των ADP και η αντιμετώπισή της από Σοσιαλιστές και Κομμουνιστές
Παρά
το στρατιωτικό της χαρακτήρα, ο Behan επισημαίνει ότι η δράση των ADP
απείχε μακράν από τη λογική της ατομικής τρομοκρατίας. Πράγματι, στις
μάχες που εξιστορούνται στο βιβλίο -στη Σαρτσάνα, την Πάρμα και τη
Ρώμη-, διαπιστώνει κανείς την ισορροπία του πολιτικού σχεδιασμού και της
μαζικής εμπλοκής με τη στρατιωτική οργάνωση – ακριβώς γιατί η
αποτελεσματικότητα της τελευταίας, απέναντι σε έναν αντίπαλο με ισχυρά
ερείσματα στους “σκληρούς” κρατικούς μηχανισμούς, επέβαλλε την ανοιχτή
και μαζική αντίσταση. Ένα μόνο παράδειγμα επ΄ αυτού. Ιδρυτής της
αντιφασιστικής Κόκκινης Φρουράς στα 1920, βουλευτής του ΙΣΚ το 1921 και
ηγέτης των ADP, με ισχυρή επιμονή στην ενωτική δράση της Αριστεράς, ο
Γκουίντο Πιτσέλι περιγράφει τη νικηφόρα μάχη επί του Ίταλο Μπάλμπο, τον
Αύγουστο του 1921 στην Πάρμα:
Το ξημέρωμα, όταν δόθηκε η
εντολή να πάρουν τα όπλα και να ξεκινήσει η εξέγερση, οι εργάτες
ξεχύχθηκαν στους δρόμους – με την ίδια ορμή που ξεσπούν τα νερά ενός
ποταμού στις όχθες του. Με φτυάρια, αξίνες, λοστούς και ό,τι εργαλεία
έβρισκαν, βοηθούσαν τους Arditi del Popolo να ξηλώσουν τις πλάκες από τα
πεζοδρόμια και τις ράγες από τις γραμμές του τραμ, να σκάψουν χαντάκια
και να υψώσουν οδοφράγματα από καρότσες, πάγκους, κορμούς, σιδερένια
δοκάρια και οτιδήποτε άλλο μπορούσαν να μαζέψουν. Άντρες, γυναίκες,
ηλικιωμένοι, νέοι απ΄όλα τα κόμματα ή ανένταχτοι ήταν όλοι παρόντες,
ενωμένοι με μια σιδερένια θέληση – να αντισταθούν και να παλέψουν [4].
Η
δράση των Arditi είναι λοιπόν ανοιχτή, μαζική και ταυτόχρονα φέρνει
αποτελέσματα· οι ίδιοι ωστόσο θα αντιμετωπίσουν την καχυποψία και την
εχθρότητα των ηγεσιών της Αριστεράς. Τα μέλη τους θεωρούνται “ύποπτα”
και “ανισόρροπα”, ενώ το ΙΚΚ οργανώνει δικά του στρατιωτικά τμήματα με
το σύνθημα “Μόνοι μας καλύτερα”. Με απόφαση μάλιστα της Κεντρικής
Επιτροπής του κόμματος, τον Αύγουστο του 1921 (όταν ήδη οι Σοσιαλιστές
θα έχουν υπογράψει το Σύμφωνο Ειρήνης με τον Μουσολίνι...), οι
κομμουνιστές υπό τον Μπορντίγκα θα κατηγορήσουν τους ADP ότι “σκοπεύουν
να παραμορφώσουν την προλεταριακή αντίδραση στα έκτροπα του φασισμού: ο
σκοπός των κομμουνιστών είναι εντελώς διαφορετικός” [5].
Τα ίδια και από την πλευρά των σοσιαλιστών, με τον ηγέτη τους Πιέτρο Νένι να δηλώνει ότι “τα
παλούκια και τα ρόπαλα των Arditi del Popolo δεν μπορούν να νικήσουν τα
πολυβόλα, τα κανόνια και τα αεροπλάνα του αστυνομικού κράτους"
(Behan, σ. 129). Εύλογα ο συγγραφέας σημειώνει εδώ ότι, αν τα πράγματα
με τους ΑDP είχαν όντως έτσι, αυτό σήμαινε ότι οι ηγεσίες της Αριστεράς
όφειλαν να οργανώσουν καλύτερα την αυτοάμυνα της εργατικής τάξης, και
μαζί μια μακροπρόθεση στρατηγική για την κατάληψη της εξουσίας, αντί να
αναλώνονται σε επαναστατική ρητορεία, επερωτήσεις στη Βουλή και κριτική
αρθρογραφία στον Τύπο.
Φωτεινή εξαίρεση εδώ, ο Αντόνιο Γκράμσι.
Ισορροπώντας ανάμεσα στην αισθητικοποίηση της βίας (ο Σορέλ ασκούσε
ισχυρή επίδραση στο ιταλικό εργατικό κίνημα εκείνη την εποχή), την
αδράνεια και τον απομονωτισμό της ιταλικής Αριστεράς, έγραφε στην Ordine Nuovo, κόντρα στην ηγεσία του Μπορντίγκα: “Οι
κομμουνιστές αντιτίθενται στο κίνημα των Arditi del Popolo; Ακριβώς το
αντίθετο: οι κομμουνιστές επιθυμούν τον εξοπλισμό του προλεταριάτου, τη
δημιουργία μιας ένοπλης προλεταριακής δύναμης που θα είναι σε θέση να
νικήσει την αστική τάξη” (15.7.1921).
Δυστυχώς, δεν θα μάθουμε ποτέ τι θα είχε γίνει αν ο Γκράμσι είχε εισακουστεί.
***
Το ελληνικό κοινό έχει από χρόνια πρόσβαση σε σημαντικούς τίτλους για τον φασισμό και το ναζισμό, από την Ιστορία του Φασισμού του Στάνλεϊ Πέιν και την Ανατομία του Φασισμού, του Ρόμπερτ Πάξτον, ως τον Φασισμό του Εμίλιο Τζεντίλε και το εμβληματικό Φασισμός και Δικτατορία,
του Νίκου Πουλαντζά. Είναι απορίας άξιο, ωστόσο, ότι αντίστοιχου
διαμετρήματος βιβλία για τον αντιφασισμό και τον αντιναζισμό του
Μεσοπολέμου σπανίζουν στην Ελλάδα· ακόμα και οι μικρές εκδόσεις της
antifa scripta εστιάζουν κατά κύριο λόγο στα κινήματα μετά το ΄70, και
εξαίρεση εδώ είναι κυρίως το βιβλίο του Σέρτζιο Μπολόνια που
μεταφράστηκε πρόσφατα. Από αυτή λοιπόν την άποψη, το βιβλίο του καθηγητή
Τοm Behan, που πρωτοεκδόθηκε στην Αγγλία το 2003, είναι παραπάνω από
ευπρόσδεκτο. Μολονότι δεν αποτελεί αυτό που θα έλεγε κανείς “μείζον
έργο” (κατά κύριο λόγο στηρίζεται σε δευτερογενείς πηγές), συμπληρώνει
ωστόσο ένα σημαντικό κενό –και μάλιστα σε μια περίοδο που το σχετικό
ενδιαφέρον είναι, εύλογα, μεγάλο.
________________________
Σημειώσεις
1. Γκεοργκ Σόιερ, Σύντροφος Μουσολίνι, Φιλίστωρ, Αθήνα 1999, σ. 107 2. Νίκος Πουλαντζάς, Φασισμός και Δικτατορία. Η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη στον φασισμό, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς-Θεμέλιο, Αθήνα 2006, σ. 236 3. Το 1920, γράφει ο Behan (σ. 84), ο Προλεταριακός Σύνδεσμος έφτασε να έχει ως
μέλη πάνω από ένα εκατομμύριο πρώην στρατιώτες, 130.000 χήρες πολέμου
και 896 παραρτήματα. Όμως, η εσωτερική σύγκρουση στο ΙΣΚ και η άνοδος
του φασισμού είχαν ως αποτέλεσμα ένα μόλις χρόνο μετά τα μέλη του
Συνδέσμου να μειωθούν σε 300.000. 4. Τοm Behan, Arditi del Popolo: Η ιστορία της πρώτης αντιφασιστικής οργάνωσης και η αποτρέψιμη άνοδος του Μπενίτο Μουσολίνι, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2012, σ. 122 5. Πουλαντζάς, ό.π., σ. 244-5
Πηγή: Red Notebook
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου